ενεργοποιούμαι

ενεργοποιούμαι
ενεργοποιούμαι, ενεργοποιήθηκα, ενεργοποιημένος βλ. πίν. 74 , βλ. πίν. 75

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εκθάλλω — ἐκθάλλω (Α) 1. (για φυτά) βγάζω λουλούδια 2. γίνομαι δραστήριος, ενεργοποιούμαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”